εὐδοκέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εὐδοκέω < αρχαία ελληνική εὖ + δοκέω

Ρήμα

εὐδοκέω

  1. (ελληνιστική κοινή) ευχαριστιέμαι
  2. (ελληνιστική κοινή) αποφασίζω
  3. (ελληνιστική κοινή) επιδοκιμάζω, συναινώ

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.