ευαισθητοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευαισθητοποιημένος η ευαισθητοποιημένη το ευαισθητοποιημένο
      γενική του ευαισθητοποιημένου της ευαισθητοποιημένης του ευαισθητοποιημένου
    αιτιατική τον ευαισθητοποιημένο την ευαισθητοποιημένη το ευαισθητοποιημένο
     κλητική ευαισθητοποιημένε ευαισθητοποιημένη ευαισθητοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευαισθητοποιημένοι οι ευαισθητοποιημένες τα ευαισθητοποιημένα
      γενική των ευαισθητοποιημένων των ευαισθητοποιημένων των ευαισθητοποιημένων
    αιτιατική τους ευαισθητοποιημένους τις ευαισθητοποιημένες τα ευαισθητοποιημένα
     κλητική ευαισθητοποιημένοι ευαισθητοποιημένες ευαισθητοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευαισθητοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ευαισθητοποιώ

Μετοχή

ευαισθητοποιημένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη ευαισθητοποιώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.