ευάερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευάερος | η | ευάερη | το | ευάερο |
| γενική | του | ευάερου | της | ευάερης | του | ευάερου |
| αιτιατική | τον | ευάερο | την | ευάερη | το | ευάερο |
| κλητική | ευάερε | ευάερη | ευάερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευάεροι | οι | ευάερες | τα | ευάερα |
| γενική | των | ευάερων | των | ευάερων | των | ευάερων |
| αιτιατική | τους | ευάερους | τις | ευάερες | τα | ευάερα |
| κλητική | ευάεροι | ευάερες | ευάερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευάερος < (ελληνιστική κοινή) εὐάερος
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈva.e.ɾos/
Μεταφράσεις
ευάερος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.