εὐάερος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐάερος τὸ εὐάερον οἱ, αἱ εὐάεροι τὰ εὐάερα
Γενική τοῦ, τῆς εὐαέρου τοῦ εὐαέρου τῶν εὐαέρων τῶν εὐαέρων
Δοτική τῷ, τῇ εὐαέρῳ τῷ εὐαέρῳ τοῖς, ταῖς εὐαέροις τοῖς εὐαέροις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐάερον τὸ εὐάερον τοὺς, τὰς εὐαέρους τὰ εὐάερα
Κλητική εὐάερε εὐάερον εὐάεροι εὐάερα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐαέρω
Γενική-Δοτική εὐαέροιν

Ετυμολογία

εὐάερος < εὖ + αρχαία ελληνική ἀήρ

Επίθετο

εὐάερος, -ος, -ον

Συγγενικά

  • εὐαερία
  •  δείτε τις λέξεις εὖ και ἀήρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.