ετοιμασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ετοιμασμένος | η | ετοιμασμένη | το | ετοιμασμένο |
| γενική | του | ετοιμασμένου | της | ετοιμασμένης | του | ετοιμασμένου |
| αιτιατική | τον | ετοιμασμένο | την | ετοιμασμένη | το | ετοιμασμένο |
| κλητική | ετοιμασμένε | ετοιμασμένη | ετοιμασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ετοιμασμένοι | οι | ετοιμασμένες | τα | ετοιμασμένα |
| γενική | των | ετοιμασμένων | των | ετοιμασμένων | των | ετοιμασμένων |
| αιτιατική | τους | ετοιμασμένους | τις | ετοιμασμένες | τα | ετοιμασμένα |
| κλητική | ετοιμασμένοι | ετοιμασμένες | ετοιμασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ετοιμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ετοιμάζω, ετοιμάζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.