ετερόδοξος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ετερόδοξος | η | ετερόδοξη | το | ετερόδοξο |
| γενική | του | ετερόδοξου | της | ετερόδοξης | του | ετερόδοξου |
| αιτιατική | τον | ετερόδοξο | την | ετερόδοξη | το | ετερόδοξο |
| κλητική | ετερόδοξε | ετερόδοξη | ετερόδοξο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ετερόδοξοι | οι | ετερόδοξες | τα | ετερόδοξα |
| γενική | των | ετερόδοξων | των | ετερόδοξων | των | ετερόδοξων |
| αιτιατική | τους | ετερόδοξους | τις | ετερόδοξες | τα | ετερόδοξα |
| κλητική | ετερόδοξοι | ετερόδοξες | ετερόδοξα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Σημειώσεις
- οι Καθολικοί, οι Ορθόδοξοι, οι Προτεστάντες είναι μεταξύ τους ετερόδοξοι Χριστιανοί, ενώ οι Μουσουλμάνοι, οι Εβραίοι, οι Χριστιανοί είναι μεταξύ τους αλλόθρησκοι.
Μεταφράσεις
ετερόδοξος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.