εταζέρα
Νέα ελληνικά (el)

Εταζέρα με μπουκάλια.
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εταζέρα | οι | εταζέρες |
| γενική | της | εταζέρας | — | |
| αιτιατική | την | εταζέρα | τις | εταζέρες |
| κλητική | εταζέρα | εταζέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εταζέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική étagère (προφορά: /e.ta.ʒɛʁ/) + -α
Ουσιαστικό
εταζέρα θηλυκό
Μεταφράσεις
εταζέρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.