étagère

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

étagère < παλαιά γαλλική estagière

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ta.ʒɛʁ/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
étagère étagères

étagère (fr) θηλυκό

  1. το ράφι (από έπιπλο ή απλή σανίδα στερεωμένη στον τοίχο)
     συνώνυμα: archelle (η λέξη συναντιέται σε μερικές περιοχές)
  2. η βιβλιοθήκη, η εταζέρα, η ραφιέρα
     συνώνυμα: bibliothèque

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.