εσωλέμβιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εσωλέμβιος | η | εσωλέμβια | το | εσωλέμβιο |
| γενική | του | εσωλέμβιου | της | εσωλέμβιας | του | εσωλέμβιου |
| αιτιατική | τον | εσωλέμβιο | την | εσωλέμβια | το | εσωλέμβιο |
| κλητική | εσωλέμβιε | εσωλέμβια | εσωλέμβιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εσωλέμβιοι | οι | εσωλέμβιες | τα | εσωλέμβια |
| γενική | των | εσωλέμβιων | των | εσωλέμβιων | των | εσωλέμβιων |
| αιτιατική | τους | εσωλέμβιους | τις | εσωλέμβιες | τα | εσωλέμβια |
| κλητική | εσωλέμβιοι | εσωλέμβιες | εσωλέμβια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εσωλέμβιος -α, -ο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εσωλέμβιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.