εσταυρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εσταυρωμένος | η | εσταυρωμένη | το | εσταυρωμένο |
| γενική | του | εσταυρωμένου | της | εσταυρωμένης | του | εσταυρωμένου |
| αιτιατική | τον | εσταυρωμένο | την | εσταυρωμένη | το | εσταυρωμένο |
| κλητική | εσταυρωμένε | εσταυρωμένη | εσταυρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εσταυρωμένοι | οι | εσταυρωμένες | τα | εσταυρωμένα |
| γενική | των | εσταυρωμένων | των | εσταυρωμένων | των | εσταυρωμένων |
| αιτιατική | τους | εσταυρωμένους | τις | εσταυρωμένες | τα | εσταυρωμένα |
| κλητική | εσταυρωμένοι | εσταυρωμένες | εσταυρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εσταυρωμένος < αρχαία ελληνική σταυρόω
Μετοχή
εσταυρωμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.