ερυθριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ερυθριάζω < ερυθρι(ώ) + -άζω < αρχαία ελληνική ἐρυθριάω
Ρήμα
ερυθριάζω
- (σπάνιο) άλλη μορφή του ερυθριώ: κοκκινίζω
- ※ Ησθανόμην ότι ηρυθρίαζα ενώ απεκρινόμην απαριθμών τας γνώσεις μου και εκφράζων την επιθυμίαν του να λάβω γραφικήν παρ' αυτώ υπηρεσίαν. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Μεταφράσεις
ερυθριάζω
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.