ερυθριάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ερυθριάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερυθριώ
  2. θα ερυθριάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερυθριώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ερυθριάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ερυθρίαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.