ερτζιανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερτζιανός η ερτζιανή το ερτζιανό
      γενική του ερτζιανού της ερτζιανής του ερτζιανού
    αιτιατική τον ερτζιανό την ερτζιανή το ερτζιανό
     κλητική ερτζιανέ ερτζιανή ερτζιανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερτζιανοί οι ερτζιανές τα ερτζιανά
      γενική των ερτζιανών των ερτζιανών των ερτζιανών
    αιτιατική τους ερτζιανούς τις ερτζιανές τα ερτζιανά
     κλητική ερτζιανοί ερτζιανές ερτζιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ερτζιανός < (λόγιο δάνειο) γαλλική hertzien < Hertz (χερτζ) + -ien (-ιανός) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eɾ.d͡zi.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερτζιανός

Επίθετο

ερτζιανός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.