Hertz
Γερμανικά (de)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
Hertz (de) ουδέτερο
- (μονάδα μέτρησης, φυσική) το hertz (χερτζ), μονάδα μέτρησης συχνότητα από το επώνυμο του Γερμανού φυσικού Heinrich Hertz [Χάινριχ Χερτζ, 1857-1896]
- συντομογραφία: Hz
- (παρωχημένο) παλιότερη γραφή του Herz
Σύνθετα
για μονάδα μέτρησης:
- Kilohertz
- Megahertz
- Gigahertz
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Hertz < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Hertz < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.