εργώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εργώδης | η | εργώδης | το | εργώδες |
| γενική | του | εργώδους | της | εργώδους | του | εργώδους |
| αιτιατική | τον | εργώδη | την | εργώδη | το | εργώδες |
| κλητική | εργώδη(ς) | εργώδης | εργώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εργώδεις | οι | εργώδεις | τα | εργώδη |
| γενική | των | εργωδών | των | εργωδών | των | εργωδών |
| αιτιατική | τους | εργώδεις | τις | εργώδεις | τα | εργώδη |
| κλητική | εργώδεις | εργώδεις | εργώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εργώδης < αρχαία ελληνικήἐργώδης < ἔργον
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɾˈɣo.ðis/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.