working

Αγγλικά (en)

Επίθετο

working (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. εργατικός, εργάσιμος, εργαζόμενος, που σχετίζεται με την εργασία
    the working class - η εργατική τάξη
    We see the working life continually lengthening and pensions continually shrinking.
    Βλέπουμε ο εργάσιμος βίος συνεχώς να επιμηκύνεται και οι συντάξεις συνεχώς να συρρικνώνονται.
    the working people - οι εργαζόμενοι
    I am a working man.
    Είμαι ένας εργαζόμενος άντρας.
    working hours - ώρες εργασίας
  2. για κάτι που λειτουργεί, δουλεύει σωστά

Παράγωγα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
working workings

working (en)

  1. πράξη, ενέργεια
  2. λειτουργία, μέθοδος

Ρηματικός τύπος

working (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.