απεργάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απεργάζομαι < αρχαία ελληνική ἀπεργάζομαι
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απεργάζομαι | απεργαζόμουν(α) | θα απεργάζομαι | να απεργάζομαι | απεργαζόμενος | |
| β' ενικ. | απεργάζεσαι | απεργαζόσουν(α) | θα απεργάζεσαι | να απεργάζεσαι | (απεργάζου) | |
| γ' ενικ. | απεργάζεται | απεργαζόταν(ε) | θα απεργάζεται | να απεργάζεται | ||
| α' πληθ. | απεργαζόμαστε | απεργαζόμαστε απεργαζόμασταν |
θα απεργαζόμαστε | να απεργαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | απεργάζεστε | απεργαζόσαστε απεργαζόσασταν |
θα απεργάζεστε | να απεργάζεστε | (απεργάζεστε) | |
| γ' πληθ. | απεργάζονται | απεργάζονταν απεργαζόντουσαν |
θα απεργάζονται | να απεργάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απεργάστηκα | θα απεργαστώ | να απεργαστώ | απεργαστεί | ||
| β' ενικ. | απεργάστηκες | θα απεργαστείς | να απεργαστείς | απεργάσου | ||
| γ' ενικ. | απεργάστηκε | θα απεργαστεί | να απεργαστεί | |||
| α' πληθ. | απεργαστήκαμε | θα απεργαστούμε | να απεργαστούμε | |||
| β' πληθ. | απεργαστήκατε | θα απεργαστείτε | να απεργαστείτε | απεργαστείτε | ||
| γ' πληθ. | απεργάστηκαν απεργαστήκαν(ε) |
θα απεργαστούν(ε) | να απεργαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω απεργαστεί | είχα απεργαστεί | θα έχω απεργαστεί | να έχω απεργαστεί | απεργασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις απεργαστεί | είχες απεργαστεί | θα έχεις απεργαστεί | να έχεις απεργαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει απεργαστεί | είχε απεργαστεί | θα έχει απεργαστεί | να έχει απεργαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε απεργαστεί | είχαμε απεργαστεί | θα έχουμε απεργαστεί | να έχουμε απεργαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε απεργαστεί | είχατε απεργαστεί | θα έχετε απεργαστεί | να έχετε απεργαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν απεργαστεί | είχαν απεργαστεί | θα έχουν απεργαστεί | να έχουν απεργαστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.