επωαστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επωαστήρας | οι | επωαστήρες |
| γενική | του | επωαστήρα | των | επωαστήρων |
| αιτιατική | τον | επωαστήρα | τους | επωαστήρες |
| κλητική | επωαστήρα | επωαστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επωαστήρας < επωάζω + -τήρας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incubateur)
Υπώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.