εκκολαπτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκκολαπτήριο τα εκκολαπτήρια
      γενική του εκκολαπτήριου
& εκκολαπτηρίου
των εκκολαπτήριων
& εκκολαπτηρίων
    αιτιατική το εκκολαπτήριο τα εκκολαπτήρια
     κλητική εκκολαπτήριο εκκολαπτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκκολαπτήριο < εκκολάπτω + -τήριο < αρχαία ελληνική ἐκκολάπτω
Επαγγελματικό εκκολαπτήριο.

Ουσιαστικό

εκκολαπτήριο ουδέτερο

  1. (λόγιο) μηχανή που χρησιμοποιείται για το κλώσημα και την εκκόλαψη των αυγών
  2. (κατ’ επέκταση) ο χώρος και η αντίστοιχη επιχειρηματική δραστηριότητα
  3. (μεταφορικά) φυσικός ή κοινωνικός χώρος ο οποίος παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες και από τον οποίο γεννιούνται νέες ιδέες ή νέα άτομα (αθλητές, φιλόσοφοι, επιστήμονες)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.