επώαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επώαση οι επωάσεις
      γενική της επώασης* των επωάσεων
    αιτιατική την επώαση τις επωάσεις
     κλητική επώαση επωάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επωάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επώαση < αρχαία ελληνική ἐπῴασις (2.μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incubation)

Ουσιαστικό

επώαση θηλυκό

  1. το χρονικό διάστημα της φυσικής εξέλιξης του αβγού από την ωοτοκία μέχρι την εκκόλαψη
  2. (συνεκδοχικά) η συντήρηση των αβγών σε κατάλληλες συνθήκες μέχρι την εκκόλαψη
  3. (ιατρική) το χρονικό διάστημα από την είσοδο κάποιου παθογόνου οργανισμού μέχρι την εμφάνιση των συμπτωμάτων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.