εποπτευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εποπτευμένος η εποπτευμένη το εποπτευμένο
      γενική του εποπτευμένου της εποπτευμένης του εποπτευμένου
    αιτιατική τον εποπτευμένο την εποπτευμένη το εποπτευμένο
     κλητική εποπτευμένε εποπτευμένη εποπτευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εποπτευμένοι οι εποπτευμένες τα εποπτευμένα
      γενική των εποπτευμένων των εποπτευμένων των εποπτευμένων
    αιτιατική τους εποπτευμένους τις εποπτευμένες τα εποπτευμένα
     κλητική εποπτευμένοι εποπτευμένες εποπτευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

εποπτευμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.