εποικοδόμηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εποικοδόμηση οι εποικοδομήσεις
      γενική της εποικοδόμησης* των εποικοδομήσεων
    αιτιατική την εποικοδόμηση τις εποικοδομήσεις
     κλητική εποικοδόμηση εποικοδομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εποικοδομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εποικοδόμηση < αρχαία ελληνική ἐποικοδόμησις

Ουσιαστικό

εποικοδόμηση θηλυκό

  1. κτίσιμο, περαιτέρω οικοδόμηση (πάνω από κάτι άλλο)
  2. (μεταφορικά) περαιτέρω μάθηση, εμπέδωση της γνώσης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.