εμπέδωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπέδωση οι εμπεδώσεις
      γενική της εμπέδωσης* των εμπεδώσεων
    αιτιατική την εμπέδωση τις εμπεδώσεις
     κλητική εμπέδωση εμπεδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμπεδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπέδωση < (ελληνιστική κοινή) ἐμπέδωσις < αρχαία ελληνική ἐμπεδόω / ἐμπεδῶ < πέδον < πούς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds

Ουσιαστικό

εμπέδωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.