εποικοδομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εποικοδομή οι εποικοδομές
      γενική της εποικοδομής των εποικοδομών
    αιτιατική την εποικοδομή τις εποικοδομές
     κλητική εποικοδομή εποικοδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εποικοδομή < (ελληνιστική κοινή) ἐποικοδομή

Ουσιαστικό

εποικοδομή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.