αποχωμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποχωμάτωση | οι | αποχωματώσεις |
| γενική | της | αποχωμάτωσης* | των | αποχωματώσεων |
| αιτιατική | την | αποχωμάτωση | τις | αποχωματώσεις |
| κλητική | αποχωμάτωση | αποχωματώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποχωματώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποχωμάτωση < (καθαρεύουσα) αποχωμάτωσις < αποχωματώνω + -σις
Ουσιαστικό
αποχωμάτωση θηλυκό
- η αφαίρεση χωμάτων που έχουν σωρευθεί
- Οι εργασίες στο κάστρο αφορούν την αποχωμάτωση, μέσω ανασκαφικής μεθόδου, σε όλες τις εκτάσεις που σταδιακά είχαν μπαζωθεί κατά τη διάρκεια παλαιών ανασκαφών και βρίσκονται εξωτερικά της ακρόπολης. (*)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποχωματώνω και χώμα
Μεταφράσεις
αποχωμάτωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.