επιχωματισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιχωματισμός | οι | επιχωματισμοί |
| γενική | του | επιχωματισμού | των | επιχωματισμών |
| αιτιατική | τον | επιχωματισμό | τους | επιχωματισμούς |
| κλητική | επιχωματισμέ | επιχωματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιχωματισμός < επιχωματίζω + -μός
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.xo.ma.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐χω‐μα‐τι‐σμός
- παρώνυμο: επιχρωματισμός
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις επιχωματίζω και χώμα
Μεταφράσεις
επιχωματισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.