επιχρωματισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιχρωματισμένος η επιχρωματισμένη το επιχρωματισμένο
      γενική του επιχρωματισμένου της επιχρωματισμένης του επιχρωματισμένου
    αιτιατική τον επιχρωματισμένο την επιχρωματισμένη το επιχρωματισμένο
     κλητική επιχρωματισμένε επιχρωματισμένη επιχρωματισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιχρωματισμένοι οι επιχρωματισμένες τα επιχρωματισμένα
      γενική των επιχρωματισμένων των επιχρωματισμένων των επιχρωματισμένων
    αιτιατική τους επιχρωματισμένους τις επιχρωματισμένες τα επιχρωματισμένα
     κλητική επιχρωματισμένοι επιχρωματισμένες επιχρωματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιχρωματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιχρωματίζω

Μετοχή

επιχρωματισμένος, -η, -ο

  • που έχει επιχρωματιστεί
    Επιχρωματισμένη θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες στις 10 Μαρτίου, μετά από επεξεργασία που έγινε σε στούντιο της Φλόριντα, η κλασική κομεντί του Γιώργου Τζαβέλλα «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» με τους Γιώργο Κωνσταντίνο και Μάρω Κοντού... έγχρωμους για πρώτη φορά. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.