επιτροπικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιτροπικό τα επιτροπικά
      γενική του επιτροπικού των επιτροπικών
    αιτιατική το επιτροπικό τα επιτροπικά
     κλητική επιτροπικό επιτροπικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιτροπικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου επιτροπικός < αρχαία ελληνική ἐπιτροπικός < ἐπίτροπος

Ουσιαστικό

επιτροπικό ουδέτερο

  1. το έγγραφο που πιστοποιεί ότι κάποιος είναι επίτροπος
  2. η ενάσκηση των καθηκόντων ενός επιτρόπου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επιτροπικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.