ενάσκηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενάσκηση οι ενασκήσεις
      γενική της ενάσκησης* των ενασκήσεων
    αιτιατική την ενάσκηση τις ενασκήσεις
     κλητική ενάσκηση ενασκήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενασκήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενάσκηση < ενασκώ + -ση

Ουσιαστικό

ενάσκηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.