επιτηρητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιτηρητής | οι | επιτηρητές |
| γενική | του | επιτηρητή | των | επιτηρητών |
| αιτιατική | τον | επιτηρητή | τους | επιτηρητές |
| κλητική | επιτηρητή | επιτηρητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιτηρητής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιτηρητής (επιστάτης φόρων)[1] ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική surveillant)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.ti.ɾiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τη‐ρη‐τής
Μεταφράσεις
Αναφορές
- επιτηρητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.