επιτηρήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιτηρήτρια | οι | επιτηρήτριες |
| γενική | της | επιτηρήτριας | των | επιτηρητριών |
| αιτιατική | την | επιτηρήτρια | τις | επιτηρήτριες |
| κλητική | επιτηρήτρια | επιτηρήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιτηρήτρια < επιτηρητής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.tiˈɾi.tɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τη‐ρή‐τρι‐α
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε επιτηρητής
επιτηρήτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.