επιστρεπτέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιστρεπτέος | η | επιστρεπτέα | το | επιστρεπτέο |
| γενική | του | επιστρεπτέου | της | επιστρεπτέας | του | επιστρεπτέου |
| αιτιατική | τον | επιστρεπτέο | την | επιστρεπτέα | το | επιστρεπτέο |
| κλητική | επιστρεπτέε | επιστρεπτέα | επιστρεπτέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιστρεπτέοι | οι | επιστρεπτέες | τα | επιστρεπτέα |
| γενική | των | επιστρεπτέων | των | επιστρεπτέων | των | επιστρεπτέων |
| αιτιατική | τους | επιστρεπτέους | τις | επιστρεπτέες | τα | επιστρεπτέα |
| κλητική | επιστρεπτέοι | επιστρεπτέες | επιστρεπτέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιστρεπτέος < ελληνιστική κοινή ἐπιστρεπτέον < ἐπίστρεπτος < αρχαία ελληνική ἐπιστρέφω < ἐπί + στρέφω
Μεταφράσεις
επιστρεπτέος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.