επιστεγάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιστεγάζω < αρχαία ελληνική ἐπιστεγάζω < ἐπί + στεγάζω
Ρήμα
επιστεγάζω (παθητική φωνή: επιστεγάζομαι)
- (λόγιο) με μία σημαντική ή και συμβολική ενέργεια ή πράξη ολοκληρώνω μια διαδικασία / έργο ή την συμπληρώνω
Συγγενικά
- επιστέγαση
- επιστέγασμα
- επίστεγο
- → δείτε τις λέξεις επί και στέγη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιστεγάζω | επιστέγαζα | θα επιστεγάζω | να επιστεγάζω | επιστεγάζοντας | |
| β' ενικ. | επιστεγάζεις | επιστέγαζες | θα επιστεγάζεις | να επιστεγάζεις | επιστέγαζε | |
| γ' ενικ. | επιστεγάζει | επιστέγαζε | θα επιστεγάζει | να επιστεγάζει | ||
| α' πληθ. | επιστεγάζουμε | επιστεγάζαμε | θα επιστεγάζουμε | να επιστεγάζουμε | ||
| β' πληθ. | επιστεγάζετε | επιστεγάζατε | θα επιστεγάζετε | να επιστεγάζετε | επιστεγάζετε | |
| γ' πληθ. | επιστεγάζουν(ε) | επιστέγαζαν επιστεγάζαν(ε) |
θα επιστεγάζουν(ε) | να επιστεγάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιστέγασα | θα επιστεγάσω | να επιστεγάσω | επιστεγάσει | ||
| β' ενικ. | επιστέγασες | θα επιστεγάσεις | να επιστεγάσεις | επιστέγασε | ||
| γ' ενικ. | επιστέγασε | θα επιστεγάσει | να επιστεγάσει | |||
| α' πληθ. | επιστεγάσαμε | θα επιστεγάσουμε | να επιστεγάσουμε | |||
| β' πληθ. | επιστεγάσατε | θα επιστεγάσετε | να επιστεγάσετε | επιστεγάστε | ||
| γ' πληθ. | επιστέγασαν επιστεγάσαν(ε) |
θα επιστεγάσουν(ε) | να επιστεγάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιστεγάσει | είχα επιστεγάσει | θα έχω επιστεγάσει | να έχω επιστεγάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιστεγάσει | είχες επιστεγάσει | θα έχεις επιστεγάσει | να έχεις επιστεγάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιστεγάσει | είχε επιστεγάσει | θα έχει επιστεγάσει | να έχει επιστεγάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιστεγάσει | είχαμε επιστεγάσει | θα έχουμε επιστεγάσει | να έχουμε επιστεγάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιστεγάσει | είχατε επιστεγάσει | θα έχετε επιστεγάσει | να έχετε επιστεγάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιστεγάσει | είχαν επιστεγάσει | θα έχουν επιστεγάσει | να έχουν επιστεγάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.