επιστέγαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιστέγαση οι επιστεγάσεις
      γενική της επιστέγασης* των επιστεγάσεων
    αιτιατική την επιστέγαση τις επιστεγάσεις
     κλητική επιστέγαση επιστεγάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιστεγάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιστέγαση < επιστεγάζω + -ση

Ουσιαστικό

επιστέγαση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιστεγάζω
  2. τοποθέτηση στέγης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.