επιστέγασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επιστέγασμα | τα | επιστεγάσματα |
| γενική | του | επιστεγάσματος | των | επιστεγασμάτων |
| αιτιατική | το | επιστέγασμα | τα | επιστεγάσματα |
| κλητική | επιστέγασμα | επιστεγάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιστέγασμα < επιστεγάζω + -μα
Ουσιαστικό
επιστέγασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιστεγάζω
- επιστέγασμα της σκληρής του δουλειάς ήταν να ανταμειφθεί πλουσιοπάροχα.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
επιστέγασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.