επιστήθιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιστήθιος | η | επιστήθια | το | επιστήθιο |
| γενική | του | επιστήθιου | της | επιστήθιας | του | επιστήθιου |
| αιτιατική | τον | επιστήθιο | την | επιστήθια | το | επιστήθιο |
| κλητική | επιστήθιε | επιστήθια | επιστήθιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιστήθιοι | οι | επιστήθιες | τα | επιστήθια |
| γενική | των | επιστήθιων | των | επιστήθιων | των | επιστήθιων |
| αιτιατική | τους | επιστήθιους | τις | επιστήθιες | τα | επιστήθια |
| κλητική | επιστήθιοι | επιστήθιες | επιστήθια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιστήθιος < (ελληνιστική κοινή) ἐπιστήθιος < ἐπί + στῆθος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.piˈsti.θi.os/
Επίθετο
επιστήθιος, -α, -ο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.