υποσκιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποσκιάζω < (ελληνιστική κοινή) ὑποσκιάζω
Ρήμα
υποσκιάζω
- ρίχνω σκιά πάνω σε κάτι, το σκοτεινιάζω ελαφρά, του μειώνω τη λάμψη ή για συγκριτική όξυνση (μτφ)
- Μέσα στον καταιγισμό της σύγχρονης πληροφόρησης, η βικτωριανή εποχή μοιάζει συχνά απλώς με μία περίοδο έξαρσης δραστηριοτήτων και ανακαλύψεων που όμως η κατοπινή εξέλιξή τους υποσκιάζει την αρχική τους λάμψη. (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25 Ιουλίου 2001)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποσκιάζω | υποσκίαζα | θα υποσκιάζω | να υποσκιάζω | υποσκιάζοντας | |
| β' ενικ. | υποσκιάζεις | υποσκίαζες | θα υποσκιάζεις | να υποσκιάζεις | υποσκίαζε | |
| γ' ενικ. | υποσκιάζει | υποσκίαζε | θα υποσκιάζει | να υποσκιάζει | ||
| α' πληθ. | υποσκιάζουμε | υποσκιάζαμε | θα υποσκιάζουμε | να υποσκιάζουμε | ||
| β' πληθ. | υποσκιάζετε | υποσκιάζατε | θα υποσκιάζετε | να υποσκιάζετε | υποσκιάζετε | |
| γ' πληθ. | υποσκιάζουν(ε) | υποσκίαζαν υποσκιάζαν(ε) |
θα υποσκιάζουν(ε) | να υποσκιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποσκίασα | θα υποσκιάσω | να υποσκιάσω | υποσκιάσει | ||
| β' ενικ. | υποσκίασες | θα υποσκιάσεις | να υποσκιάσεις | υποσκίασε | ||
| γ' ενικ. | υποσκίασε | θα υποσκιάσει | να υποσκιάσει | |||
| α' πληθ. | υποσκιάσαμε | θα υποσκιάσουμε | να υποσκιάσουμε | |||
| β' πληθ. | υποσκιάσατε | θα υποσκιάσετε | να υποσκιάσετε | υποσκιάστε | ||
| γ' πληθ. | υποσκίασαν υποσκιάσαν(ε) |
θα υποσκιάσουν(ε) | να υποσκιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υποσκιάσει | είχα υποσκιάσει | θα έχω υποσκιάσει | να έχω υποσκιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υποσκιάσει | είχες υποσκιάσει | θα έχεις υποσκιάσει | να έχεις υποσκιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υποσκιάσει | είχε υποσκιάσει | θα έχει υποσκιάσει | να έχει υποσκιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποσκιάσει | είχαμε υποσκιάσει | θα έχουμε υποσκιάσει | να έχουμε υποσκιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υποσκιάσει | είχατε υποσκιάσει | θα έχετε υποσκιάσει | να έχετε υποσκιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποσκιάσει | είχαν υποσκιάσει | θα έχουν υποσκιάσει | να έχουν υποσκιάσει |
| |
Μεταφράσεις
υποσκιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.