επιραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιραμμένος | η | επιραμμένη | το | επιραμμένο |
| γενική | του | επιραμμένου | της | επιραμμένης | του | επιραμμένου |
| αιτιατική | τον | επιραμμένο | την | επιραμμένη | το | επιραμμένο |
| κλητική | επιραμμένε | επιραμμένη | επιραμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιραμμένοι | οι | επιραμμένες | τα | επιραμμένα |
| γενική | των | επιραμμένων | των | επιραμμένων | των | επιραμμένων |
| αιτιατική | τους | επιραμμένους | τις | επιραμμένες | τα | επιραμμένα |
| κλητική | επιραμμένοι | επιραμμένες | επιραμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιρράβω
Μετοχή
επιραμμένος, -η, -ο
- σχέδια ή αντικείμενα ραμμένα πάνω σε υπάρχον ύφασμα
- ※ Η τέχνη του χρυσοράπτη περιελάμβανε ράψιμο, κέντημα (κάρφωμα) και σχηματισμό των διακοσμητικών σχεδίων με τα επιραμμένα στο ύφασμα (μεταξωτό, βελούδο, μάλλινο) χρησογάιτανα ή ασημογάιτανα, σειρογάιτανα (μεταξωτά), ουτράδες (βαμβακερά) και τεχρίλια (μάλλινα). Ο χρυσοράπτης με τα επιραμμένα γαϊτάνια σχημάτιζε τα διακοσμητικά θέματα (συμπλέγματα από ρόδακες, δικέφαλους αετούς, πουλιά, ανθέμια, λουλούδια και γεωμετρικά σχήματα). (Μαρία Λαδά-Μινωτού, Νεοελληνική Κεντητική, Ελληνικά Κεντήματα, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία, Αθήνα 1998 )
Μεταφράσεις
επιραμμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.