επιπλοκή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιπλοκή | οι | επιπλοκές |
| γενική | της | επιπλοκής | των | επιπλοκών |
| αιτιατική | την | επιπλοκή | τις | επιπλοκές |
| κλητική | επιπλοκή | επιπλοκές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιπλοκή < ελληνιστική κοινή ἐπιπλοκή < αρχαία ελληνική ἐπιπλέκω < ἐπί + πλέκω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική complication)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.ploˈci/
Ουσιαστικό
επιπλοκή θηλυκό
- (ιατρική) πρόσθετη παθολογική κατάσταση ή δυσλειτουργία που εμφανίζεται κατά την εξέλιξη της ασθένειας ενός ασθενή
- (κατ’ επέκταση) δυσλειτουργία, χειροτέρευση της κατάστασης ή δυσχέρεια που εμφανίζεται κατά την εξέλιξη μιας υπόθεσης
Μεταφράσεις
επιπλοκή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.