επιμορφωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιμορφωτικός | η | επιμορφωτική | το | επιμορφωτικό |
| γενική | του | επιμορφωτικού | της | επιμορφωτικής | του | επιμορφωτικού |
| αιτιατική | τον | επιμορφωτικό | την | επιμορφωτική | το | επιμορφωτικό |
| κλητική | επιμορφωτικέ | επιμορφωτική | επιμορφωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιμορφωτικοί | οι | επιμορφωτικές | τα | επιμορφωτικά |
| γενική | των | επιμορφωτικών | των | επιμορφωτικών | των | επιμορφωτικών |
| αιτιατική | τους | επιμορφωτικούς | τις | επιμορφωτικές | τα | επιμορφωτικά |
| κλητική | επιμορφωτικοί | επιμορφωτικές | επιμορφωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιμορφωτικός < επιμορφώνω + -τικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις επιμορφώνω, μορφώνω και μορφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.