επιμετρητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιμετρητής | οι | επιμετρητές |
| γενική | του | επιμετρητή | των | επιμετρητών |
| αιτιατική | τον | επιμετρητή | τους | επιμετρητές |
| κλητική | επιμετρητή | επιμετρητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιμετρητής < επιμετρώ + -τής < αρχαία ελληνική ἐπιμετρέω / ἐπιμετρῶ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.