πολεμοφόδια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | πολεμοφόδια | ||
| γενική | των | πολεμοφόδιων & πολεμοφοδίων | ||
| αιτιατική | τα | πολεμοφόδια | ||
| κλητική | πολεμοφόδια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πολεμοφόδια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα εφόδια, ο εξοπλισμός, κυρίως σε πυρομαχικά, που χρειάζονται για τον πόλεμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.