κλιμάκιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλιμάκιο | τα | κλιμάκια |
| γενική | του | κλιμακίου & κλιμάκιου |
των | κλιμακίων |
| αιτιατική | το | κλιμάκιο | τα | κλιμάκια |
| κλητική | κλιμάκιο | κλιμάκια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλιμάκιο < κλιμάκιον (υποκοριστικό του ουσιαστικού κλῖμαξ) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική échelon
Ουσιαστικό
κλιμάκιο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.