κλιμάκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλιμάκιο τα κλιμάκια
      γενική του κλιμακίου
& κλιμάκιου
των κλιμακίων
    αιτιατική το κλιμάκιο τα κλιμάκια
     κλητική κλιμάκιο κλιμάκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλιμάκιο < κλιμάκιον (υποκοριστικό του ουσιαστικού κλῖμαξ) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική échelon

Ουσιαστικό

κλιμάκιο ουδέτερο

  1. η βαθμίδα σε μια κλίμακα (πχ φορολογική, μισθολογική κ.λπ.)
    οι δημόσιοι υπάλληλοι αλλάζουν μισθολογικό κλιμάκιο κάθε δύο χρόνια
  2. η ομάδα στελεχών ενός οργανισμού που ανήκουν στην ίδια βαθμίδα της ιεραρχίας ή με μία συγκεκριμένη αποστολή
    την Ελλάδα επισκέπτεται κλιμάκιο στελεχών του Δ.Ν.Τ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.