δρομαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δρομαίος η δρομαία το δρομαίο
      γενική του δρομαίου της δρομαίας του δρομαίου
    αιτιατική τον δρομαίο τη δρομαία το δρομαίο
     κλητική δρομαίε δρομαία δρομαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δρομαίοι οι δρομαίες τα δρομαία
      γενική των δρομαίων των δρομαίων των δρομαίων
    αιτιατική τους δρομαίους τις δρομαίες τα δρομαία
     κλητική δρομαίοι δρομαίες δρομαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δρομαίος < αρχαία ελληνική δρομαῖος

Επίθετο

δρομαίος, -α, -ο

  1. αυτός που τρέχει
    έφυγε δρομαίος (έφυγε τρέχοντας)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.