κοῦρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κοῦρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κοῦρος αρσενικό

Παράγωγα

  • Κουρήτες
  • κουρίδιος
  • κουρίζω
  • κουροσύνη

Σύνθετα

  • κουροβόρος
  • κουροτόκος
  • κουροτρόφος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.