κοῦρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- κοῦρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κοῦρος αρσενικό
- κούρος σε ιωνικό τύπο αντί κόρος: παιδί, νεανίας, γιός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις, ΑΓΗΣΙᾼ ΣΥΡΑΚΟΣΙῼ ΑΠΗΝῌ, 6.39-6.41
- ἁ δὲ φοινικόκροκον ζώναν καταθηκαμένα | κάλπιδά τ᾽ ἀργυρέαν λόχμας ὑπὸ κυανέας | τίκτε θεόφρονα κοῦρον.
- Και κείνη το άλικο ζωνάρι της | και το αργυρό αποθέτοντας λαγήνι κάτω από θάμνους σκοτεινούς, | εγέννησε το θεόπνευστο αγόρι.
- Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ἁ δὲ φοινικόκροκον ζώναν καταθηκαμένα | κάλπιδά τ᾽ ἀργυρέαν λόχμας ὑπὸ κυανέας | τίκτε θεόφρονα κοῦρον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις, ΑΓΗΣΙᾼ ΣΥΡΑΚΟΣΙῼ ΑΠΗΝῌ, 6.39-6.41
Παράγωγα
- Κουρήτες
- κουρίδιος
- κουρίζω
- κουροσύνη
Σύνθετα
- κουροβόρος
- κουροτόκος
- κουροτρόφος
Πηγές
- κοῦρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κοῦρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.