επικαρπωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επικαρπωμένος | η | επικαρπωμένη | το | επικαρπωμένο |
| γενική | του | επικαρπωμένου | της | επικαρπωμένης | του | επικαρπωμένου |
| αιτιατική | τον | επικαρπωμένο | την | επικαρπωμένη | το | επικαρπωμένο |
| κλητική | επικαρπωμένε | επικαρπωμένη | επικαρπωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επικαρπωμένοι | οι | επικαρπωμένες | τα | επικαρπωμένα |
| γενική | των | επικαρπωμένων | των | επικαρπωμένων | των | επικαρπωμένων |
| αιτιατική | τους | επικαρπωμένους | τις | επικαρπωμένες | τα | επικαρπωμένα |
| κλητική | επικαρπωμένοι | επικαρπωμένες | επικαρπωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
επικαρπωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.