επικαρπώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επικαρπώνομαι < επικαρπία + -ώνομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική usufruct)
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επικαρπώνομαι | επικαρπωνόμουν(α) | θα επικαρπώνομαι | να επικαρπώνομαι | ||
| β' ενικ. | επικαρπώνεσαι | επικαρπωνόσουν(α) | θα επικαρπώνεσαι | να επικαρπώνεσαι | (επικαρπώνου) | |
| γ' ενικ. | επικαρπώνεται | επικαρπωνόταν(ε) | θα επικαρπώνεται | να επικαρπώνεται | ||
| α' πληθ. | επικαρπωνόμαστε | επικαρπωνόμαστε επικαρπωνόμασταν |
θα επικαρπωνόμαστε | να επικαρπωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | επικαρπώνεστε | επικαρπωνόσαστε επικαρπωνόσασταν |
θα επικαρπώνεστε | να επικαρπώνεστε | (επικαρπώνεστε) | |
| γ' πληθ. | επικαρπώνονται | επικαρπώνονταν επικαρπωνόντουσαν |
θα επικαρπώνονται | να επικαρπώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επικαρπώθηκα | θα επικαρπωθώ | να επικαρπωθώ | επικαρπωθεί | ||
| β' ενικ. | επικαρπώθηκες | θα επικαρπωθείς | να επικαρπωθείς | επικαρπώσου | ||
| γ' ενικ. | επικαρπώθηκε | θα επικαρπωθεί | να επικαρπωθεί | |||
| α' πληθ. | επικαρπωθήκαμε | θα επικαρπωθούμε | να επικαρπωθούμε | |||
| β' πληθ. | επικαρπωθήκατε | θα επικαρπωθείτε | να επικαρπωθείτε | επικαρπωθείτε | ||
| γ' πληθ. | επικαρπώθηκαν επικαρπωθήκαν(ε) |
θα επικαρπωθούν(ε) | να επικαρπωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω επικαρπωθεί | είχα επικαρπωθεί | θα έχω επικαρπωθεί | να έχω επικαρπωθεί | επικαρπωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις επικαρπωθεί | είχες επικαρπωθεί | θα έχεις επικαρπωθεί | να έχεις επικαρπωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει επικαρπωθεί | είχε επικαρπωθεί | θα έχει επικαρπωθεί | να έχει επικαρπωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε επικαρπωθεί | είχαμε επικαρπωθεί | θα έχουμε επικαρπωθεί | να έχουμε επικαρπωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε επικαρπωθεί | είχατε επικαρπωθεί | θα έχετε επικαρπωθεί | να έχετε επικαρπωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν επικαρπωθεί | είχαν επικαρπωθεί | θα έχουν επικαρπωθεί | να έχουν επικαρπωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.