επιδοκιμασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδοκιμασμένος η επιδοκιμασμένη το επιδοκιμασμένο
      γενική του επιδοκιμασμένου της επιδοκιμασμένης του επιδοκιμασμένου
    αιτιατική τον επιδοκιμασμένο την επιδοκιμασμένη το επιδοκιμασμένο
     κλητική επιδοκιμασμένε επιδοκιμασμένη επιδοκιμασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδοκιμασμένοι οι επιδοκιμασμένες τα επιδοκιμασμένα
      γενική των επιδοκιμασμένων των επιδοκιμασμένων των επιδοκιμασμένων
    αιτιατική τους επιδοκιμασμένους τις επιδοκιμασμένες τα επιδοκιμασμένα
     κλητική επιδοκιμασμένοι επιδοκιμασμένες επιδοκιμασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιδοκιμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιδοκιμάζω

Μετοχή

επιδοκιμασμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη επιδοκιμάζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.