επιδεινωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδεινωμένος η επιδεινωμένη το επιδεινωμένο
      γενική του επιδεινωμένου της επιδεινωμένης του επιδεινωμένου
    αιτιατική τον επιδεινωμένο την επιδεινωμένη το επιδεινωμένο
     κλητική επιδεινωμένε επιδεινωμένη επιδεινωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδεινωμένοι οι επιδεινωμένες τα επιδεινωμένα
      γενική των επιδεινωμένων των επιδεινωμένων των επιδεινωμένων
    αιτιατική τους επιδεινωμένους τις επιδεινωμένες τα επιδεινωμένα
     κλητική επιδεινωμένοι επιδεινωμένες επιδεινωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιδεινωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιδεινώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.ði.noˈme.nos/

Μετοχή

επιδεινωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.