επιδεινούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιδεινούμενος | η | επιδεινούμενη | το | επιδεινούμενο |
| γενική | του | επιδεινούμενου | της | επιδεινούμενης | του | επιδεινούμενου |
| αιτιατική | τον | επιδεινούμενο | την | επιδεινούμενη | το | επιδεινούμενο |
| κλητική | επιδεινούμενε | επιδεινούμενη | επιδεινούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιδεινούμενοι | οι | επιδεινούμενες | τα | επιδεινούμενα |
| γενική | των | επιδεινούμενων | των | επιδεινούμενων | των | επιδεινούμενων |
| αιτιατική | τους | επιδεινούμενους | τις | επιδεινούμενες | τα | επιδεινούμενα |
| κλητική | επιδεινούμενοι | επιδεινούμενες | επιδεινούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιδεινούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα επιδεινώνω
Μετοχή
επιδεινούμενος, -η, -ο
- που επιδεινώνεται, που γίνεται όλο και πιο οδυνηρός, που χειροτερεύει
- Η επιδεινούμενη κεφαλαλγία μετά από τραυματισμό σε συνδυασμό με τάσεις για εμετό αποτελούν ένδειξη για εισαγωγή σε νοσοκομείο
- Η επιδεινούμενη οικονομική κρίση
Μεταφράσεις
επιδεινούμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.